- τάκων
- τάκων [ᾰ], ωνος, ὁ, a kind ofA sausage or rissole, Crates Com.17, cf. Poll.6.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάκων — ωνος, και τακών, ῶνος, Α είδος λουκάνικου («τακῶνες τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τήκω*] … Dictionary of Greek
τάκωνας — τάκων sausage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)